- ὤφελεν
- ὀφείλω-IGaor ind act 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έμπας — ἔμπας και επικ. τ. ἔμπης και δωρ. τ. ἔμπαν και ἔμπα (Α) επίρρ. 1. εν τούτοις, μ όλα ταύτα («Ζεύς δ ἔμπης πάντ ἰθύνει») 2. μολονότι, αν και («νῡν δ ἔμπης κῆρες ἐφεστᾱσιν θάνατοιο, ἴομεν») 3. πάντως, εν πάση περιπτώσει («μάλα γὰρ κεχολώσεται ἔμπης» … Dictionary of Greek
οφείλω — (ΑΜ ὀφείλω, Α και ὀφειλέω, επικ. και αρκαδ. τ. ὀφέλλω, αρκαδ. τ. και ὀφήλω) 1. είμαι οφειλέτης, χρωστώ κάτι σε κάποιον, ιδίως χρήματα (α. «ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια», ΚΔ β. «μισθὸς τοῑς στρατιώταις ὠφείλετο», Ξεν.) 2. μτφ. αναγνωρίζω κάτι… … Dictionary of Greek
χάσμα — ατος, το, ΝΜΑ 1. ρήγμα γης, βάραθρο (α. «το χάσμα π άνοιξ ο σεισμός κι ευθύς εγιόμισ άνθη», Σολωμ. β. «υποθαλάσσιο χάσμα» γ. «Ταρτάρου γὰρ ὤφελεν ἐλθεῑν Κιθαιρὼν εἰς ἄβυσσα χάσματα», Ευρ.) 2. κάθε ευρύ άνοιγμα (α. «η πληγή του παρουσίαζε μεγάλο… … Dictionary of Greek